σκαλάκι

σκαλάκι
το, Ν
(με υποκορ. σημ.)
1. μικρό σκαλί
2. στον πληθ. τα σκαλάκια
μικρή σκάλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπόβαθρο — το / ὑπόβαθρον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα, στυλοβάτης, βάση πάνω στην οποία στηρίζεται μια κατασκευή ή ένα φυσικό ή τεχνητό σύστημα 2. (γεωλ. πετρογρ.) το στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω από άμμους, ιλύ, αργίλους ή άλλα χαλαρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”